Βυτίνα
Η σημερινή Βυτίνα απλώνεται σε επίπεδο οροπέδιο στους πρόποδες του Μαινάλου, σε μια έκταση που άλλοτε αποτελούσε ένα σημαντικό γεωργικό πόρο. Ο οικισμός προήλθε από τη μετακίνηση ή συνένωση προγενέστερων εγκαταστάσεων, όπως της Παλιάς Βυτίνας και άλλων αγροτικών συνοικήσεων, που είχαν αρκετή δυναμική και είχαν δώσει και πεδινά παρακλάδια στην Αργολίδα, την Αχαΐα και την Ηλεία.
Λόγω ακριβώς αυτής της δυναμικής, αλλά και της θέσης της πάνω στους οδικούς άξονες που αναπτύχθηκαν το πρώτο μισό του 20ου αι., η Βυτίνα ενισχύθηκε με λειτουργίες υπερτοπικού κέντρου, όπως το παλιό Σανατόριο «Ιθώμη» και η Δασοκομική Σχολή, που έθεσαν τα θεμέλια της μελλοντικής της πορείας ως ορεινό θέρετρο. Η ανάπτυξη του Χιονοδρομικού Κέντρου στο Μαίναλο, και η διασύνδεσή της με την Ολυμπία και τα Καλάβρυτα ενίσχυσαν τη θέση της στον τουριστικό ιστό της Βόρειας Πελοποννήσου. Οι δραστηριότητες που άνθισαν παράλληλα (εστίαση, βιοτεχνία τροφίμων, ξυλοτεχνία, υφαντουργία) συγκέντρωσαν και αναπροσανατόλισαν το εργατικό δυναμικό προς τη μεταποίηση και τον τριτογενή, προετοιμάζοντας το παραγωγικό προφίλ της Βυτίνας του 21ου αι.
Με πάνω από έναν αιώνα δυναμικής παρουσίας στην καρδιά της Γορτυνίας, η Βυτίνα είναι πλέον μια ζωηρή κωμόπολη με αξιόλογη υποδομή εστίασης και διαμονής (τη μεγαλύτερη σε ολόκληρη τη δυτική Αρκαδία). Πυρήνας εξορμήσεων σε ολόκληρη της Γορτυνία, η κώμη διαθέτει ωστόσο δική της πολιτιστική ταυτότητα, ως γενέτειρα αξιόλογων προσωπικοτήτων (πχ., ο ιστορικός Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου), και πολλά αξιοθέατα, όπως η πετρόκτιστη εκκλησία του Αγίου Τρύφωνα στην κεντρική πλατεία, η δημοτική Βιβλιοθήκη, το ιστορικό «Ελληνικό Σχολείο», ο ναός των Αγίων Ανάργυρων (1831), τα πέτρινα γεφύρια και οι νερόμυλοι στο Μυλάοντα κλπ.